- ζάρω
- μετ. уметь делать по привычке;
ζάρομαι — употреблять, пользоваться;
ζάρονται κι'οι γυναίκες ντουφέκια — и женщины умеют держать оружие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζάρομαι — употреблять, пользоваться;
ζάρονται κι'οι γυναίκες ντουφέκια — и женщины умеют держать оружие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζάρω — (Μ ζάρω) έχω ως συνήθεια, συνηθίζω νεοελλ. μέσ. ζάρομαι χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι μσν. συμπαθώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usare] … Dictionary of Greek